- ανάκλαση
- (Φυσ.).Φαινόμενο που προκαλεί την υπό ορισμένους νόμους εκτροπή μιας προσπίπτουσας ακτινοβολί
ας (ειδικότερα του φωτός) από τη διαχωριστική επιφάνεια δύο υλικών με διαφορετικές οπτικέςιδιότητες. Η α. μπορεί να γίνεται περισσότερο ή λιγότερο τέλεια, ανάλογα με την απορρόφηση του φωτός από τη διαχωριστική επιφάνεια ή με τη διάδοση του φωτός στο δεύτερο μέσο, σε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη αναλογία. Ακόμα και στα καλύτερα κάτοπτρα, η α. δεν είναι τέλεια και κάποια ποσότητα φωτεινής ενέργειας απορροφάται. Γι’ αυτό, τα είδωλα που σχηματίζονται κατά την πολλαπλή α. σε παράλληλα κάτοπτρα είναι ορισμένου αριθμού. Αν η φωτεινή ακτίνα συναντά την επιφάνεια ενός ημιδιαφανούς σώματος, έχουμε μερική α. και η ακτίνα διαμοιράζεται σε μία ανακλώμενη και μία διαθλώμενη.
Οι νόμοι της α., οι οποίοι μπορούν να επαληθευτούν επίσης με την παρατήρηση των ειδώλων που δίνουν τα κοινά επίπεδα κάτοπτρα, είναι οι ακόλουθοι:
1) Η προσπίπτουσα ακτίνα, η κάθετος στην ανακλώσα επιφάνεια στο σημείο πρόσπτωσης και η ανακλώμενη ακτίνα βρίσκονται πάνω στο ίδιο επίπεδο.
2) Η γωνία πρόσπτωσης i και η γωνία ανάκλασης r είναι ίσες. Αν η ακτίνα είναι κάθετη στην επιφάνεια του κατόπτρου, οπότε i = 0, θα είναι και r = 0 και η ακτίνα ανακλάται σε αυτή την ίδια την προσπίπτουσα.
Οι νόμοι ισχύουν επίσης και για καμπύλες ανακλαστικές επιφάνειες, αρκεί να ληφθεί υπόψη ότι κάθετος σε ένα σημείο μιας τέτοιας επιφάνειας είναι η κάθετος στο εφαπτόμενο επίπεδο σε εκείνο το σημείο της επιφάνειας. Έτσι, οι κάθετοι στα διάφορα σημεία μιας σφαιρικής επιφάνειας είναι οι αντίστοιχες ακτίνες της σφαίρας. Υπό ορισμένες συνθήκες, η α. προκαλεί πόλωση του φωτός.
* * *η (Α ἀνάκλασις) [ἀνακλῶ]κάμψη ή στροφή προς τα πίσω, ανάκαμψη, αναστροφή.
Dictionary of Greek. 2013.